καταβολή

καταβολή
καταβολή, ῆς, ἡ (s. καταβάλλω; Hippocr., Demosth. et al.; ins, pap, 2 Macc 2:29; AssMos Fgm. a=Tromp p. 272; EpArist, Philo, Joseph.; Just., D. 102, 4 τῇ ἐπὶ τοῦ πύργου καταβολῇ [s. καταβάλλω 2]; Ath., R. 17 p. 69, 6).
the act of laying someth. down, with implication of providing a base for someth., foundation. Readily connected with the idea of founding is the sense beginning (Jos., Bell. 2, 260 ἀποστάσεως καταβολή) τ. καταβολὴν τ. στάσεως ποιεῖν be responsible for beginning the dissension (cp. Polyb. 13, 6, 2 καταβολὴν ἐποιεῖτο τυραννίδος) 1 Cl 57:1. Esp. καταβολὴ κόσμου (Plut., Mor. 956a ἅμα τῇ πρώτῃ καταβολῇ τ. ἀνθρώπων): ἀπὸ καταβολῆς κόσμου from the foundation of the world (Theoph., Ant. 3, 26 [p. 258, 27]; difft., Polyb. 1, 36, 8; 24, 8, 9; Diod S 12, 32, 2—all three ἐκ καταβολῆς) Mt 13:35; 25:34; Lk 11:50; Hb 4:3; 9:26; Rv 13:8; 17:8; B 5:5. πρὸ καταβολῆς κόσμου (AssMos Fgm. a) J 17:24; Eph 1:4; 1 Pt 1:20.—OHofius, ZNW 62, ’71, 123–38. Also abs. (without κόσμου, s. κόσμος 3; cp. EpArist 129) Mt 13:35 v.l. This may be the mng. of Hb 11:11, where it is said of Sarah δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν she received the ability to establish a posterity (s. NRSV mg.). But
κ., a t.t. for the sowing of seed, used of begetting (τοῦ σπέρματος [εἰς γῆν ἢ μήτραν M. Ant. 4, 36]: Plut., Mor. 320b σπορὰ κ. καταβολή of the procreation of Romulus by Ares and Silvia; 905e; Ps.-Lucian, Amor. 19; Galen, Aphorism. 4, 1, XVII/2, 653 K.; cp. Philo, Op. M. 132; Epict. 1, 13, 3; Herm. Wr. 9, 6; Ath., R. 17 p. 69, 6 σπερμάτων καταβολήν; s. Field, Notes 232). If this mng. is correct for Hb 11:11, there is prob. some error in the text, since this expression could not be used of Sarah, but only of Abraham (e.g. αὐτῇ Σάρρᾳ=‘together w. Sarah’ is read by W-H. margin; Riggenbach; Michel; B-D-F §194, 1. This use of the dat. is found in Thu., X. et al., also Diod S 20, 76, 1; Appian, Samn. 7 §2; Polyaenus 6, 18, 2; 7, 15, 3; 8, 28; Theod. Prodr. 6, 148 H. αὐτῇ Ῥοδάνῃ). Windisch, Hdb. ad loc. and s. αἷμα 1a.—MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 83–89.—DELG s.v. βάλλω. M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταβολή — throwing down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολή — η (AM καταβολή) [καταβάλλω] 1. κατάθεση, τοποθέτηση 2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού 3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» ΚΔ) νεοελλ. 1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • καταβολή — η 1. τοποθέτηση: Έγινε η καταβολή των θεμελίων. 2. πληρωμή: Κάθε μήνα γίνεται καταβολή των επιδομάτων. 3. η φράση «από καταβολής κόσμου» σημαίνει από τότε που πλάστηκε ο κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβολῇ — καταβολῆι , καταβολεύς founder masc dat sg (epic ionic) καταβολή throwing down fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολαῖς — καταβολή throwing down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολαί — καταβολή throwing down fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολήν — καταβολή throwing down fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολῶν — καταβολή throwing down fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρκερικά — Έτσι ονομάστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας τον Ιανουάριο του 1850 από ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο σερ Γουίλιαμ Πάρκερ και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε, με σκοπό να υποχρεωθεί η οθωνική… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”